κἆλλαι

κἆλλαι
ἄλλαι , ἄλλος
y
fem nom/voc pl
ἄλλᾱͅ , ἄλλος
y
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κἄλλαι — ἄλλαι , ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλαι' — κάλλαια , κάλλαιον cock s comb neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάι — Πόλη της Γαλλίας. Βλ. λ. Καλέ. * * * και καλλάι, το (Μ καλάι) το μέταλλο κασσίτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλλαϊς «είδος πολύτιμου λίθου» ή, κατ άλλους, από το τουρκ. kalay, το οποίο είναι πιθ. αντιδάνειο από το αρχ. κάλλαϊς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”